- αναπλημμυρίζω
- αναπλημμυρώ (ε) αμετ.1) снова разливаться, выходить из берегов; 2) наполняться до краёв
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναπλημμυρώ — ( έω) (Α ἀναπλημμυρῶ) (Ν και αναπλημμυρίζω) πλημμυρίζω εκ νέου, ξεχειλίζω, είμαι πλημμυρισμένος … Dictionary of Greek